προεισδεδεμένους

προεισδεδεμένους
προεισδεδεμένους , πρό , εἰσ-δέω 1
bind
perf part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προεισδέω — Α 1. εμπλέκω κάποιον σε προηγούμενους δεσμούς 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. στον πληθ.) οἱ προεισδεδεμένοι αυτοί που είναι συνδεδεμένοι με προηγούμενες συμμαχίες («χάριν τοῡ γνῶναι πάντας ὑμᾱς διότι καὶ μὴ προεισδεδεμένους... μᾱλλον Αἰτωλοῑς ὑμᾱς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”